λατρευομένου

λατρευομένου
λατρεύω
work for hire
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • δήλιος — (4ος αι. π.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος. Καταγόταν από την Έφεσο. Συμβούλευσε τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας και έπειτα τον γιο του Αλέξανδρο να αναλάβει επικεφαλής όλων των Ελλήνων στην εκστρατεία εναντίον των Περσών. * * * ια, ο (Α δήλιος, ία, ιον) …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”